ἐκφυσήσῃ

ἐκφυσήσῃ
ἐκφυσήσηι , ἐκφύσησις
emission of breath
fem dat sg (epic)
ἐκφυσάω
blow out
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
ἐκφυσάω
blow out
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
ἐκφυσάω
blow out
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐκφῡσήσῃ , ἐκφυσάω
blow out
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
ἐκφῡσήσῃ , ἐκφυσάω
blow out
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
ἐκφῡσήσῃ , ἐκφυσάω
blow out
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκφύσηση — η (Α ἐκφύσησις) η ενέργεια τού εκφυσώ, ξεφύσημα …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • εκπνευμάτωσις — ἐκπνευμάτωσις, η (Α) 1. μεταβολή σε πνεύμα, αέρα ή άνεμο 2. εκφύσηση …   Dictionary of Greek

  • εκφύσημα — το (Α ἐκφύσημα) νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση 2. ιατρ. φλύκταινα αρχ. 1. έκρηξη ηφαιστείου 2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”